- διακοπτόμενος
- διακόπτωcut in twopres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύφαλος — η, ο / ὕφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ύφαλος ωκεαν. βραχώδης κοραλλιογενής ή αμμώδης ανύψωση τού θαλάσσιου πυθμένα η οποία καλύπτεται από τα νερά και τής οποίας η… … Dictionary of Greek